προτίμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτίμηση οι προτιμήσεις
      γενική της προτίμησης* των προτιμήσεων
    αιτιατική την προτίμηση τις προτιμήσεις
     κλητική προτίμηση προτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτίμηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προτίμηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του προτιμώ
  2. αυτό που κανείς προτιμά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.