ποιητικό αίτιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποιητικό αίτιο <  δείτε τις λέξεις ποιητικός και αίτιο

Πολυλεκτικός όρος

ποιητικό αίτιο ουδέτερο

  • (γραμματική) συντακτικός όρος που δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί στην παθητική σύνταξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.