αντίχριστος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντίχριστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀντίχριστος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντί- + Χριστός.
Και ουσιαστικοποιημένο

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.xɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντίχριστος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντίχριστος η αντίχριστη το αντίχριστο
      γενική του αντίχριστου της αντίχριστης του αντίχριστου
    αιτιατική τον αντίχριστο την αντίχριστη το αντίχριστο
     κλητική αντίχριστε αντίχριστη αντίχριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντίχριστοι οι αντίχριστες τα αντίχριστα
      γενική των αντίχριστων των αντίχριστων των αντίχριστων
    αιτιατική τους αντίχριστους τις αντίχριστες τα αντίχριστα
     κλητική αντίχριστοι αντίχριστες αντίχριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αντίχριστος, -η, -ο [2]

  1. (χριστιανισμός) που είναι αντίθετος και υβριστικός προς τη χριστιανική θρησκεία
  2. (παρωχημένο) μη χριστιανός, αλλόθρησκος
     συνώνυμα: ασεβής, άθεος
     αντώνυμα: φιλόχριστος [3]

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίχριστος οι αντίχριστοι
      γενική του αντίχριστου
& αντιχρίστου
των αντίχριστων
& αντιχρίστων
    αιτιατική τον αντίχριστο τους αντίχριστους
& αντιχρίστους
     κλητική αντίχριστε αντίχριστοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αντίχριστος αρσενικό (θηλυκό αντίχριστη)

  1. για το διάβολο  δείτε τη λέξη Αντίχριστος
  2. (χριστιανισμός) αντίθεος
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά, υβριστικό) σκληρόκαρδος, άδικος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντίχριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντίχριστος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. αντίχριστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.