υβριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υβριστικός η υβριστική το υβριστικό
      γενική του υβριστικού της υβριστικής του υβριστικού
    αιτιατική τον υβριστικό την υβριστική το υβριστικό
     κλητική υβριστικέ υβριστική υβριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υβριστικοί οι υβριστικές τα υβριστικά
      γενική των υβριστικών των υβριστικών των υβριστικών
    αιτιατική τους υβριστικούς τις υβριστικές τα υβριστικά
     κλητική υβριστικοί υβριστικές υβριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υβριστικός < αρχαία ελληνική ὑβριστικός (θρασύς, προσβλητικός).  δείτε και ύβρις και ὕβρις

Προφορά

ΔΦΑ : /i.vɾi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υβριστικός

Επίθετο

υβριστικός, -ή, -ό

  1. που περιέχει βρισιές
  2. που σχετίζεται με την ύβρη

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ύβρις και την αρχαία ὕβρις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.