αντίθεος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντίθεος | η | αντίθεη | το | αντίθεο |
| γενική | του | αντίθεου | της | αντίθεης | του | αντίθεου |
| αιτιατική | τον | αντίθεο | την | αντίθεη | το | αντίθεο |
| κλητική | αντίθεε | αντίθεη | αντίθεο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντίθεοι | οι | αντίθεες | τα | αντίθεα |
| γενική | των | αντίθεων | των | αντίθεων | των | αντίθεων |
| αιτιατική | τους | αντίθεους | τις | αντίθεες | τα | αντίθεα |
| κλητική | αντίθεοι | αντίθεες | αντίθεα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντίθεος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίθεος < αρχαία ελληνική σημασία: ίσος με θεό. Συγχρονικά αναλύεται σε αντί- + θεός[1]
Αναφορές
- αντίθεος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αντίθεος'.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.