αποδοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδοχή οι αποδοχές
      γενική της αποδοχής των αποδοχών
    αιτιατική την αποδοχή τις αποδοχές
     κλητική αποδοχή αποδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

αποδοχή < αποδέχομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ðoˈçi/

Ουσιαστικό

αποδοχή θηλυκό

  1. η ενέργεια του αποδέχομαι
  2. η συγκατάθεση, η έγκριση
  3. το εισόδημα
    περικοπή αποδοχών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.