αποδοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδοχή | οι | αποδοχές |
| γενική | της | αποδοχής | των | αποδοχών |
| αιτιατική | την | αποδοχή | τις | αποδοχές |
| κλητική | αποδοχή | αποδοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδοχή < αποδέχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðoˈçi/
Ουσιαστικό
αποδοχή θηλυκό
- η ενέργεια του αποδέχομαι
- η συγκατάθεση, η έγκριση
- το εισόδημα
- περικοπή αποδοχών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.