ομολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομολογία | οι | ομολογίες |
| γενική | της | ομολογίας | των | ομολογιών |
| αιτιατική | την | ομολογία | τις | ομολογίες |
| κλητική | ομολογία | ομολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομολογία < αρχαία ελληνική ὁμολογία
Ουσιαστικό
ομολογία θηλυκό
- η αναγνώριση της πατρότητας μιας (άδικης) πράξης, η παραδοχή της ενοχής από αυτόν που διέπραξε κάτι το παράνομο ή το ανήθικο
- η ομολογία του κατηγορουμένου για το αποτρόπαιο έγκλημα συντάραξε την κοινή γνώμη
- η δημόσια διακήρυξη της χριστιανικής πίστης
- χριστιανικό δόγμα ή εκκλησία
- Σήμερα γίνονται πολλοί Διάλογοι της Εκκλησίας μας με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με άλλες Ομολογίες και άλλες Θρησκείες (Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, "Οι τέσσερις στόχοι της ιεραρχίας", άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 15 Νοεμβρίου 1998)
- (οικονομία) τίτλος με τον οποίο αναγνωρίζεται στον κάτοχό του το δικαίωμα στην αποπληρωμή τμήματος ενός δανείου, ομόλογο
- Πρόταση για την απόκτηση μέρους ή του συνόλου καλυμμένων ομολογιών που είχε εκδώσει στο παρελθόν υπέβαλε η Εθνική Τράπεζα, με στόχο την ενίσχυση της κεφαλαιακής της βάσης (από άρθρο της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 Ιανουαρίου 2012)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ομολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.