επιβεβαίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιβεβαίωση | οι | επιβεβαιώσεις |
| γενική | της | επιβεβαίωσης* | των | επιβεβαιώσεων |
| αιτιατική | την | επιβεβαίωση | τις | επιβεβαιώσεις |
| κλητική | επιβεβαίωση | επιβεβαιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιβεβαιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιβεβαίωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβαίω(σις) + -ση < ἐπιβεβαιόω/ἐπιβεβαιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + βεβαίωση. → δείτε τη λέξη βέβαιος
Ουσιαστικό
επιβεβαίωση θηλυκό
- η εκ νέου βεβαίωση, για λόγους ασφαλείας ή μετά την ύπαρξη αμφιβολιών
- ↪ Χρειάζομαι επιβεβαίωση για την κράτηση του δωματίου στο ξενοδοχείο.
- η απόδειξη ότι κάτι είναι αληθινό, επαλήθευση
- ↪ Η επιτυχία αυτή ήταν η επιβεβαίωση των ελπίδων μας.
Μεταφράσεις
επιβεβαίωση
Πηγές
- επιβεβαίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.