επιβεβαίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβεβαίωση οι επιβεβαιώσεις
      γενική της επιβεβαίωσης* των επιβεβαιώσεων
    αιτιατική την επιβεβαίωση τις επιβεβαιώσεις
     κλητική επιβεβαίωση επιβεβαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβεβαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβεβαίωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβαίω(σις) + -ση < ἐπιβεβαιόω/ἐπιβεβαιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + βεβαίωση.  δείτε τη λέξη βέβαιος

Ουσιαστικό

επιβεβαίωση θηλυκό

  1. η εκ νέου βεβαίωση, για λόγους ασφαλείας ή μετά την ύπαρξη αμφιβολιών
    Χρειάζομαι επιβεβαίωση για την κράτηση του δωματίου στο ξενοδοχείο.
  2. η απόδειξη ότι κάτι είναι αληθινό, επαλήθευση
    Η επιτυχία αυτή ήταν η επιβεβαίωση των ελπίδων μας.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βέβαιος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.