εξακρίβωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξακρίβωση οι εξακριβώσεις
      γενική της εξακρίβωσης* των εξακριβώσεων
    αιτιατική την εξακρίβωση τις εξακριβώσεις
     κλητική εξακρίβωση εξακριβώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξακριβώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξακρίβωση < ελληνιστική κοινή ἐξακρίβωσις

Ουσιαστικό

εξακρίβωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.