αναγνωρίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αναγνωρίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγνωρίζω
- θα αναγνωρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγνωρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αναγνωρίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναγνώριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.