επιμέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιμέτρηση | οι | επιμετρήσεις |
| γενική | της | επιμέτρησης* | των | επιμετρήσεων |
| αιτιατική | την | επιμέτρηση | τις | επιμετρήσεις |
| κλητική | επιμέτρηση | επιμετρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιμετρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμέτρηση < ελληνιστική κοινή ἐπιμετρησις < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ
Ουσιαστικό
επιμέτρηση θηλυκό
- η τελική μέτρηση, ο υπολογισμός που γίνεται στο τέλος
- ↪ οι επιμετρήσεις συντάσσονται με μέριμνα και δαπάνη του αναδόχου και υπόκεινται στον έλεγχο της διευθύνουσας υπηρεσίας
- (λογιστική) η διαδικασία του προσδιορισμού της ποσοτικής και κυρίως της χρηματικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου κατά την αναγνώριση του
- ≈ συνώνυμα: αποτίμηση
- → δείτε τη λέξη βιβλίο απογραφών
Πολυλεκτικοί όροι
- επιμέτρηση της ποινής: (νομικός όρος) ο λεπτομερής καθορισμός μιας ποινής από δικαστήριο, αν ο νόμος δεν προβλέπει επ’ ακριβώς
Μεταφράσεις
επιμέτρηση (λογιστική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.