αμβροσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμβροσία | οι | αμβροσίες |
| γενική | της | αμβροσίας | των | αμβροσιών |
| αιτιατική | την | αμβροσία | τις | αμβροσίες |
| κλητική | αμβροσία | αμβροσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμβροσία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.