βρομούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρομούσα οι βρομούσες
      γενική της βρομούσας
    αιτιατική τη βρομούσα τις βρομούσες
     κλητική βρομούσα βρομούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρομούσα < μεσαιωνική ελληνική βρομούσα < βρομ(ώ) + -ούσα

Ουσιαστικό

βρομούσα θηλυκό

  1. (έντομο) έντομο με δυσάρεστη οσμή
  2. (φυτό) φυτό με δυσάρεστη οσμή
    1. αείλανθος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

βρομούσα

  1. α' ενικό του παρατατικού του ρήματος βρομάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.