ἀμβρόσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμβρόσιος | ἡ | ἀμβροσίᾱ & ἀμβρόσιος |
τὸ | ἀμβρόσιον |
| γενική | τοῦ | ἀμβροσίου | τῆς | ἀμβροσίᾱς & ἀμβροσίου |
τοῦ | ἀμβροσίου |
| δοτική | τῷ | ἀμβροσίῳ | τῇ | ἀμβροσίᾳ & ἀμβροσίῳ |
τῷ | ἀμβροσίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀμβρόσιον | τὴν | ἀμβροσίᾱν & ἀμβρόσιον |
τὸ | ἀμβρόσιον |
| κλητική ὦ! | ἀμβρόσιε | ἀμβροσίᾱ & ἀμβρόσιε |
ἀμβρόσιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀμβρόσιοι | αἱ | ἀμβρόσιαι & ἀμβρόσιοι |
τὰ | ἀμβρόσιᾰ |
| γενική | τῶν | ἀμβροσίων | τῶν | ἀμβροσίων & ἀμβροσίων |
τῶν | ἀμβροσίων |
| δοτική | τοῖς | ἀμβροσίοις | ταῖς | ἀμβροσίαις & ἀμβροσίοις |
τοῖς | ἀμβροσίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀμβροσίους | τὰς | ἀμβροσίᾱς & ἀμβροσίους |
τὰ | ἀμβρόσιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀμβρόσιοι | ἀμβρόσιαι & ἀμβρόσιοι |
ἀμβρόσιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμβροσίω | τὼ | ἀμβροσίᾱ & ἀμβροσίω |
τὼ | ἀμβροσίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμβροσίοιν | τοῖν | ἀμβροσίαιν & ἀμβροσίοιν |
τοῖν | ἀμβροσίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Πηγές
- ἀμβρόσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμβρόσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.