θνητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θνητός η θνητή το θνητό
      γενική του θνητού της θνητής του θνητού
    αιτιατική τον θνητό τη θνητή το θνητό
     κλητική θνητέ θνητή θνητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θνητοί οι θνητές τα θνητά
      γενική των θνητών των θνητών των θνητών
    αιτιατική τους θνητούς τις θνητές τα θνητά
     κλητική θνητοί θνητές θνητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θνητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θνητός[1] < θνήσκω

Προφορά

ΔΦΑ : /θniˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θνητός

Επίθετο

θνητός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Ουσιαστικό

θνητός αρσενικό

Εκφράσεις

  • κοινός θνητός: ένας απλός άνθρωπος σε αντιδιαστολή με κάποιον ισχυρό ή διάσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.