ἀμβροσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμβροσί αἱ ἀμβροσίαι
      γενική τῆς ἀμβροσίᾱς τῶν ἀμβροσιῶν
      δοτική τῇ ἀμβροσί ταῖς ἀμβροσίαις
    αιτιατική τὴν ἀμβροσίᾱν τὰς ἀμβροσίᾱς
     κλητική ! ἀμβροσί ἀμβροσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμβροσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβροσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμβροσία < θηλυκό του ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

Ουσιαστικό

ἀμβροσία

  1. (ελληνική μυθολογία) αμβροσία
  2. αθανασία
  3. ελιξίριο ζωής
  4. άρωμα
  5. αλοιφή
  6. τροφή των ίππων της Ήρας
  7. (φυτό) αμβροσία (Ambrosia maritima)
  8. (φυτό) κρίνο
  9. είδος κρασιού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.