αθάνατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθάνατος η αθάνατη το αθάνατο
      γενική του αθάνατου της αθάνατης του αθάνατου
    αιτιατική τον αθάνατο την αθάνατη το αθάνατο
     κλητική αθάνατε αθάνατη αθάνατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθάνατοι οι αθάνατες τα αθάνατα
      γενική των αθάνατων των αθάνατων των αθάνατων
    αιτιατική τους αθάνατους τις αθάνατες τα αθάνατα
     κλητική αθάνατοι αθάνατες αθάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθάνατος < αρχαία ελληνική ἀθάνατος < ἀ- στερητικό + θάνατος

Επίθετο

αθάνατος, -η, -ο

  1. που δεν υπόκειται στη μοίρα του θανάτου
    οι θεοί για τους αρχαίους ήταν αθάνατοι κι αγέραστοι και ζούσαν σε αιώνια μακαριότητα
  2. σχετικός με την αθανασία
    το αθάνατο νερό χαρίζει την αθανασία
  3. αιώνιος, παντοτινός, άφθαρτος
    η νίκη του του χάρισε αθάνατη δόξα
    Αυτοί οι κινητήρες είναι αθάνατοι. Θα έχει σαπίσει το σασί κι αυτός ακόμα θα δουλεύει.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

αθάνατος αρσενικό

  1. (στον πληθυντικό) οι θεοί
  2. (φυτό) το φυτό αγαύη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.