αμβλύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμβλύς | η | αμβλεία | το | αμβλύ |
| γενική | του | αμβλύ & αμβλέος |
της | αμβλείας | του | αμβλέος |
| αιτιατική | τον | αμβλύ | την | αμβλεία | το | αμβλύ |
| κλητική | αμβλύ | αμβλεία | αμβλύ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμβλείς | οι | αμβλείες | τα | αμβλέα |
| γενική | των | αμβλέων | των | αμβλειών | των | αμβλέων |
| αιτιατική | τους | αμβλείς | τις | αμβλείες | τα | αμβλέα |
| κλητική | αμβλείς | αμβλείες | αμβλέα | |||
| Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμβλύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμβλύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱˈvlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐βλύς
Επίθετο
αμβλύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : αμβλύτερος, υπερθετικός : αμβλύτατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.