αιώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αιώνας | οι | αιώνες |
| γενική | του | αιώνα | των | αιώνων |
| αιτιατική | τον | αιώνα | τους | αιώνες |
| κλητική | αιώνα | αιώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιώνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἰών από την αιτιατική τὸν αἰώνα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ώ‐νας
Ουσιαστικό
αιώνας αρσενικό
- χρονική περίοδος εκατό (100) ετών (με σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιεί την περίοδο 100 ετών)
- περίοδος της ιστορίας που χαρακτηρίζεται από την παρουσία και το έργο μιας προσωπικότητας ή την επίδραση μιας κοινωνικής, τεχνολογικής κλπ εξέλιξης
- (γεωλογία) γεωλογική περίοδος (και με κεφαλαίο: Αιώνας)
- ↪ μεσοζωϊκός αιώνας
- συντομογραφία: αι.
Εκφράσεις
- εις τον αιώνα τον άπαντα: για πάντα, έως την αιωνιότητα
- εις τους αιώνας των αιώνων: (εκκλησιαστική φράση) έως την αιωνιότητα
- χρυσός αιώνας: εποχή μεγάλης ακμής
Συγγενικά
- αιώνια (επίρρημα)
- αιώνιος
- αιωνιότητα
- αιωνίως (επίρρημα)
- διαιωνίζω
- διαιώνιση
- μακραίωνος
- μεσαίωνας, Μεσαίωνας
- μεσαιωνικός
- μεσαιωνισμός
- προαιώνια (επιρρήμα)
- προαιώνιος
- προαιωνίως (επιρρήμα)
Μεταφράσεις
100 έτη
|
Αναφορές
- αιώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.