αἰών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰών οἱ αἰῶνες
      γενική τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων
      δοτική τῷ αἰῶν τοῖς αἰῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν αἰῶν τοὺς αἰῶνᾰς
     κλητική ! αἰών αἰῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰῶνε
γεν-δοτ τοῖν  αἰώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἰών < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αἰών, -ῶνος αρσενικό

  1. ο βίος, η χρονική περίοδος της ζωής
  2. αιώνας, μεγάλη απροσδιόριστη περίοδος
  3.  δείτε και Αἰών

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.