αι.
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
αι. αρσενικό συντομογραφία
- αιώνας (συντομογραφία μέσα σε κείμενο· προηγείται η αρίθμηση του αιώνα)
- ↪ Λίγο πριν τις αρχές του 12ου αι.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.