μεσαιωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσαιωνικός | η | μεσαιωνική | το | μεσαιωνικό |
| γενική | του | μεσαιωνικού | της | μεσαιωνικής | του | μεσαιωνικού |
| αιτιατική | τον | μεσαιωνικό | τη | μεσαιωνική | το | μεσαιωνικό |
| κλητική | μεσαιωνικέ | μεσαιωνική | μεσαιωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσαιωνικοί | οι | μεσαιωνικές | τα | μεσαιωνικά |
| γενική | των | μεσαιωνικών | των | μεσαιωνικών | των | μεσαιωνικών |
| αιτιατική | τους | μεσαιωνικούς | τις | μεσαιωνικές | τα | μεσαιωνικά |
| κλητική | μεσαιωνικοί | μεσαιωνικές | μεσαιωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσαιωνικός < μεσαίωνας
Επίθετο
μεσαιωνικός
- που αναφέρεται ή ανήκει στο Μεσαίωνα
- (μεταφορικά) οπισθοδρομικός
- τι μεσαιωνικές αντιλήψεις είναι αυτές
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.