αιωνιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιωνιότητα | οι | αιωνιότητες |
| γενική | της | αιωνιότητας | των | αιωνιοτήτων |
| αιτιατική | την | αιωνιότητα | τις | αιωνιότητες |
| κλητική | αιωνιότητα | αιωνιότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιωνιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰωνιότης, από την αιτιατική σε -τητα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική éternité[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.o.niˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ω‐νι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
αιωνιότητα θηλυκό
- η μεγάλη χρονική διάρκεια μιας κατάστασης
- ※ Έχω δει την αιωνιότητα μέσα στο δάσος / Για να έρθει προς εμένα επάτησε πτώματα (Γιώργος Σαραντάρης, Έχω δει την αιωνιότητα..., 22 Ιουνίου 1940)
- αἰωνιότης (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αιωνιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.