προαιώνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προαιώνιος | η | προαιώνια | το | προαιώνιο |
| γενική | του | προαιώνιου | της | προαιώνιας | του | προαιώνιου |
| αιτιατική | τον | προαιώνιο | την | προαιώνια | το | προαιώνιο |
| κλητική | προαιώνιε | προαιώνια | προαιώνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προαιώνιοι | οι | προαιώνιες | τα | προαιώνια |
| γενική | των | προαιώνιων | των | προαιώνιων | των | προαιώνιων |
| αιτιατική | τους | προαιώνιους | τις | προαιώνιες | τα | προαιώνια |
| κλητική | προαιώνιοι | προαιώνιες | προαιώνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προαιώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαιώνιος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αιώνιος
Επίθετο
προαιώνιος, -α, -ο
- που υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες, από πολύ καιρό πριν
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
προαιώνιος
|
|
Αναφορές
- προαιώνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.