προαιώνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαιώνιος η προαιώνια το προαιώνιο
      γενική του προαιώνιου της προαιώνιας του προαιώνιου
    αιτιατική τον προαιώνιο την προαιώνια το προαιώνιο
     κλητική προαιώνιε προαιώνια προαιώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαιώνιοι οι προαιώνιες τα προαιώνια
      γενική των προαιώνιων των προαιώνιων των προαιώνιων
    αιτιατική τους προαιώνιους τις προαιώνιες τα προαιώνια
     κλητική προαιώνιοι προαιώνιες προαιώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προαιώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαιώνιος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αιώνιος

Επίθετο

προαιώνιος, -α, -ο

  • που υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες, από πολύ καιρό πριν

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.