διαιωνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαιωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαιωνίζω < (διά) δι- + αἰωνίζω

Ρήμα

διαιωνίζω, αόρ.: διαιώνισα, παθ.φωνή: διαιωνίζομαι, π.αόρ.: διαιωνίστηκα, μτχ.π.π.: διαιωνισμένος

  1. διατηρώ κάτι (στη μνήμη) για αιώνες, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
     συνώνυμα: απαθανατίζω
  2. αναβάλλω, παρατείνω

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη αιώνας

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαιωνίζω < (διά) δι- + αἰωνίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.