Μεσαίωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μεσαίωνας
      γενική του Μεσαίωνα
    αιτιατική τον Μεσαίωνα
     κλητική Μεσαίωνα
Δείτε και μεσαίωνας.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεσαίωνας < μεσαίωνας

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈse.o.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεσαίωνας

Ουσιαστικό

Μεσαίωνας αρσενικό

  1. (ευρωπαϊκή ιστορία) η χρονική περίοδος της ιστορίας της δυτικής Ευρώπης από το τέλος της αρχαιότητας έως την Αναγέννηση, περίπου από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα
  2. (γενικότερα)  δείτε τη λέξη μεσαίωνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.