Μεσαίωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεσαίωνας | ||
| γενική | του | Μεσαίωνα | ||
| αιτιατική | τον | Μεσαίωνα | ||
| κλητική | Μεσαίωνα | |||
| Δείτε και μεσαίωνας. | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεσαίωνας < μεσαίωνας
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈse.o.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σαί‐ω‐νας
Ουσιαστικό
Μεσαίωνας αρσενικό
- (ευρωπαϊκή ιστορία) η χρονική περίοδος της ιστορίας της δυτικής Ευρώπης από το τέλος της αρχαιότητας έως την Αναγέννηση, περίπου από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα
- (γενικότερα) → δείτε τη λέξη μεσαίωνας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεσαίωνας
-
Μεσαίωνας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Μεσαίωνας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.