αγοραίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγοραίος | η | αγοραία | το | αγοραίο |
| γενική | του | αγοραίου | της | αγοραίας | του | αγοραίου |
| αιτιατική | τον | αγοραίο | την | αγοραία | το | αγοραίο |
| κλητική | αγοραίε | αγοραία | αγοραίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγοραίοι | οι | αγοραίες | τα | αγοραία |
| γενική | των | αγοραίων | των | αγοραίων | των | αγοραίων |
| αιτιατική | τους | αγοραίους | τις | αγοραίες | τα | αγοραία |
| κλητική | αγοραίοι | αγοραίες | αγοραία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγοραίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγοραῖος < ἀγορά < ἀγείρω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de marché ή από την αγγλική market[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ραί‐ος
Επίθετο
αγοραίος, -α,-ο
- που έχει σχέση με την αγορά, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
- ↪ ποια είναι η αγοραία τιμή της μετοχής Θήτα;
- «του δρόμου», ο πρόστυχος, ο χυδαίος, ο θρασύς
- ↪ αγοραίες εκφράσεις
- ※ H θρησκευτική αποστολή όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις φατρίες και τη σκληρή αναμέτρησή τους, αλλά ούτε να παρεμποδίσει την υπεράγαν «γλαφυρή» και εν πολλοίς αγοραία δημόσια έκφραση των ενδο-εκκλησιαστικών αντιπαλοτήτων (Πάσχουσα Εκκλησία, εφημερίδα Καθημερινή, 04.12.2001 )
- ≈ συνώνυμα: κοινός, πρόστυχος, χυδαίος
- ≠ αντώνυμα: εκλεπτυσμένος, εκπολιτισμένος, ευγενής
- (ουσιαστικοποιημένο) αγοραίο (εννοείται όχημα), συνήθως ταξί, που μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει με ειδική οικονομική συμφωνία είτε για μεγάλες διαδρομές είτε για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. για μία ημέρα)
Πολυλεκτικοί όροι
- αγοραίος έρωτας: η πορνεία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αγορά
Αναφορές
- αγοραίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.