αγοραία

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγοραία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αγοραίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγοραίο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αγοραία ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγοραίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.