εκλεπτυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκλεπτυσμένος | η | εκλεπτυσμένη | το | εκλεπτυσμένο |
| γενική | του | εκλεπτυσμένου | της | εκλεπτυσμένης | του | εκλεπτυσμένου |
| αιτιατική | τον | εκλεπτυσμένο | την | εκλεπτυσμένη | το | εκλεπτυσμένο |
| κλητική | εκλεπτυσμένε | εκλεπτυσμένη | εκλεπτυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκλεπτυσμένοι | οι | εκλεπτυσμένες | τα | εκλεπτυσμένα |
| γενική | των | εκλεπτυσμένων | των | εκλεπτυσμένων | των | εκλεπτυσμένων |
| αιτιατική | τους | εκλεπτυσμένους | τις | εκλεπτυσμένες | τα | εκλεπτυσμένα |
| κλητική | εκλεπτυσμένοι | εκλεπτυσμένες | εκλεπτυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκλεπτυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκλεπτύνω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.