αγκάθα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκάθα οι αγκάθες
      γενική της αγκάθας των αγκαθών
    αιτιατική την αγκάθα τις αγκάθες
     κλητική αγκάθα αγκάθες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκάθα < αγκάθι +

Ουσιαστικό

αγκάθα θηλυκό

  1. μεγάλο αγκάθι
  2. σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.