ψαραγκάθι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψαραγκάθι < ψάρι και αγκάθι

Ουσιαστικό

ψαραγκάθι ουδέτερο

  1. τεχνική κεντήματος
  2. η ραχοκοκαλιά του ψαριού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.