ασπραγκαθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπραγκαθιά οι ασπραγκαθιές
      γενική της ασπραγκαθιάς των ασπραγκαθιών
    αιτιατική την ασπραγκαθιά τις ασπραγκαθιές
     κλητική ασπραγκαθιά ασπραγκαθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπραγκαθιά < ασπρ- + αγκάθ(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /a.spɾaŋ.ɡaˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασπράγκαθιά

Ουσιαστικό

ασπραγκαθιά θηλυκό (και ουδέτερο: ασπράγκαθο)

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Ασπάλαθος ο λαχναίος[1]
     συνώνυμα: ασφάλαχτος, σπάλαθρος, ασπρόραχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.