αίνιγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αίνιγμα | τα | αινίγματα |
| γενική | του | αινίγματος | των | αινιγμάτων |
| αιτιατική | το | αίνιγμα | τα | αινίγματα |
| κλητική | αίνιγμα | αινίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίνιγμα < αρχαία ελληνική αἴνιγμα < αἰνίσσομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.niɣ.ma/
Ουσιαστικό
αίνιγμα ουδέτερο
- κάθε ερώτηση που διατυπώνεται συνήθως σε έμμετρο λόγο, μεταφορικά ή με παρομοιώσεις, με στόχο να διασκεδάσει και να ασκήσει τη σκέψη και τη φαντασία κατά την αποκρυπτογράφηση του κρυμμένου νοήματος. Συνήθως καταλήγει στο ερώτημα "τι είναι;"
- "Ψηλός-ψηλός καλόγερος, μα κόκαλα δεν έχει. Τι είναι....;" Η απάντηση του αινίγματος είναι ο "καπνός"
- (μεταφορικά) καθετί που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί ή που παραμένει μυστήριο, κάτι αβέβαιο ως προς την ερμηνεία του, ένα αναπάντητο ερώτημα, κάτι το ανεξήγητο, το διφορούμενο, το παράδοξο, το ανεξιχνίαστο
- το αίνιγμα του Stonehedge
Συγγενικά
Συνώνυμα
-
αίνιγμα στη Βικιπαίδεια

-
αινίγματα στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
αίνιγμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.