ερώτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ερώτημα | τα | ερωτήματα |
| γενική | του | ερωτήματος | των | ερωτημάτων |
| αιτιατική | το | ερώτημα | τα | ερωτήματα |
| κλητική | ερώτημα | ερωτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερώτημα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈɾo.ti.ma/
Ουσιαστικό
ερώτημα ουδέτερο
- (βάσεις δεδομένων) κατηγορία εντολών προς αναζήτηση πληροφοριών σε βάση δεδομένων (πχ. select ... from ... )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.