αἴνιγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | αἴνιγμᾰ | τὰ | αἰνίγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | αἰνίγμᾰτος | τῶν | αἰνιγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | αἰνίγμᾰτῐ | τοῖς | αἰνίγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | αἴνιγμᾰ | τὰ | αἰνίγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | αἴνιγμᾰ | αἰνίγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰνίγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰνιγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μαρμάρινη Σφίγγα του 540 π.Χ. στο μουσείο της Ακρόπολης.
Ετυμολογία
- αἴνιγμα < αἰνίσσομαι
Ουσιαστικό
αἴνιγμα ουδέτερο
- το δυσνόητο, το δυσερμήνευτο, ο γρίφος, το ερώτημα που μένει αναπάντητο ή επιδέχεται ποικίλες απαντήσεις
- ※ Οἰδίπους ὅδε, ὃς τὰ κλείν΄ αἰνίγματ΄ ᾔδει καὶ κράτιστος ἦν ἀνήρ. (Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, 1524-1525)
- ※ τίς οὖν ἔσθ΄ οὗτος ὁ νῦν μὲν οὐκ ὤν, ὑπάρξων δ΄ εἰς τότε; αἰνίγματι γὰρ ὅμοιον τοῦτό γε. (Δημοσθένης, Περὶ τῶν συμμοριῶν, 24-25)
Συγγενικά
- αἰνιγματίας
- αἰνιγματίζομαι
- αἰνιγματίζω
- αἰνιγματικός
- αἰνιγματικῶς (επίρρημα)
- αἰνιγματιστής
- αἰνιγματοειδής
- αἰνιγματόομαι
- αἰνιγματοποιός
- αἰνιγματοποιΐα
- αἰνιγματοῦμαι
- αἰνιγματώδης
- αἰνιγματωδῶς (επίρρημα)
- αἰνιγμός
Πηγές
- αἴνιγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴνιγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.