υπαινιγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπαινιγμός | οι | υπαινιγμοί |
| γενική | του | υπαινιγμού | των | υπαινιγμών |
| αιτιατική | τον | υπαινιγμό | τους | υπαινιγμούς |
| κλητική | υπαινιγμέ | υπαινιγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπαινιγμός < υπαινίσσομαι + -μός < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < αἰνίσσομαι < αἶνος
Ουσιαστικό
υπαινιγμός αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.