αινιγματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αινιγματίας | οι | αινιγματίες |
| γενική | του | αινιγματία | των | αινιγματιών |
| αιτιατική | τον | αινιγματία | τους | αινιγματίες |
| κλητική | αινιγματία | αινιγματίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αινιγματίας < αίνιγμα
Ουσιαστικό
αινιγματίας αρσενικό
- αυτός που είναι συστηματικά ασαφής, αινιγματώδης, δηλαδή που εκφράζεται συχνά με αινίγματα ή αινιγματικές φράσεις είτε για να αποφεύγει να λέει κυριολεκτικά και άμεσα αυτό που εννοεί, είτε για να προκαλεί σκόπιμα στους άλλους αμηχανία είτε και για να τους διασκεδάζει
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.