γρίφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρίφος | οι | γρίφοι |
| γενική | του | γρίφου | των | γρίφων |
| αιτιατική | τον | γρίφο | τους | γρίφους |
| κλητική | γρίφε | γρίφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρίφος < αρχαία ελληνική γρῖφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.fos/
Ουσιαστικό
γρίφος αρσενικό
- πνευματικό παιχνίδι που διατυπώνεται συνήθως σε μορφή ερώτησης και απαιτεί σκέψη για την επίλυσή του
- Αν τρεις κότες γεννούν τρία αβγά σε τρεις ημέρες, πόσα αβγά γεννά μια κότα σε μια μέρα;
- (μεταφορικά) καθετί που είναι περίπλοκο, δύσκολο να ερμηνευτεί, δυσνόητο ή ακατανόητο
- άλυτος γρίφος παραμένει για την Αστυνομία η υπόθεση
- μιλάει με γρίφους
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.