γρίφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρίφος οι γρίφοι
      γενική του γρίφου των γρίφων
    αιτιατική τον γρίφο τους γρίφους
     κλητική γρίφε γρίφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρίφος < αρχαία ελληνική γρῖφος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾi.fos/

Ουσιαστικό

γρίφος αρσενικό

  1. πνευματικό παιχνίδι που διατυπώνεται συνήθως σε μορφή ερώτησης και απαιτεί σκέψη για την επίλυσή του
    Αν τρεις κότες γεννούν τρία αβγά σε τρεις ημέρες, πόσα αβγά γεννά μια κότα σε μια μέρα;
  2. (μεταφορικά) καθετί που είναι περίπλοκο, δύσκολο να ερμηνευτεί, δυσνόητο ή ακατανόητο
    άλυτος γρίφος παραμένει για την Αστυνομία η υπόθεση
    μιλάει με γρίφους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.