αποκρυπτογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκρυπτογράφηση | οι | αποκρυπτογραφήσεις |
| γενική | της | αποκρυπτογράφησης* | των | αποκρυπτογραφήσεων |
| αιτιατική | την | αποκρυπτογράφηση | τις | αποκρυπτογραφήσεις |
| κλητική | αποκρυπτογράφηση | αποκρυπτογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρυπτογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκρυπτογράφηση < αποκρυπτογραφώ
Ουσιαστικό
αποκρυπτογράφηση θηλυκό
- η μετατροπή ενός κειμένου από μορφή μη κατανοητή ώστε να γίνει αντιληπτό
- η αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών στη Στήλη της Ροζέττας πραγματοποιήθηκε από τον Σαμπολιόν το 1824
- (μεταφορικά) η κατανόηση μιας πληροφορίας από δυσνόητη πηγή
- η γραφή μου είναι τόσο δυσανάγνωστη που μερικές φορές θέλει αρκετό χρόνο η αποκρυπτογράφησή της
- (πληροφορική) το διάβασμα ενός κρυπτογραφημένου μηνύματος με χρήση του αλγορίθμου κρυπτογράφησης και του κατάλληλου κλειδιού
Συγγενικά
- αποκρυπτογραφούμαι
- αποκρυπτογραφώ
Μεταφράσεις
αποκρυπτογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.