αινιγματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αινιγματικότητα | οι | αινιγματικότητες |
| γενική | της | αινιγματικότητας | των | αινιγματικοτήτων |
| αιτιατική | την | αινιγματικότητα | τις | αινιγματικότητες |
| κλητική | αινιγματικότητα | αινιγματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.niɣ.ma.tiˈko.ti.ta/
Ετυμολογία
- αινιγματικότητα < αινιγματικός + -ότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.