αρχοντολόι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρχοντολόι | τα | αρχοντολόγια |
| γενική | του | αρχοντολογιού | των | αρχοντολογιών |
| αιτιατική | το | αρχοντολόι | τα | αρχοντολόγια |
| κλητική | αρχοντολόι | αρχοντολόγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχοντολόι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχοντολόγι(ν), αναλύεται σε αρχοντο- + -λόι.[1]
Ουσιαστικό
αρχοντολόι ουδέτερο
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αρχοντολόι
|
|
Αναφορές
- αρχοντολόι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Νεώτερον ορθογραφικόν και εγκυκλοπαιδικόν επίτομον λεξικόν (χ.χ. [≈1950]). 2 τόμοι (με ενιαία σελιδαρίθμηση). Αθήνα: Εκδόσεις “Ηλίου”, σελ. 627.
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 271α.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.