αρχοντάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχοντάρης | οι | αρχοντάρηδες |
| γενική | του | αρχοντάρη | των | αρχοντάρηδων |
| αιτιατική | τον | αρχοντάρη | τους | αρχοντάρηδες |
| κλητική | αρχοντάρη | αρχοντάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχοντάρης < αρχονταρίκι + -άρης
Ουσιαστικό
αρχοντάρης αρσενικό
- (θρησκεία) ο μοναχός που έχει ως διακόνημα την εξυπηρέτηση των επισκεπτών στο αρχονταρίκι ενός μοναστηριού
- ※ Πρόδρομε, πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη, έχουμε επισκέπτη. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
αρχοντάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.