εύπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύπορος | η | εύπορη | το | εύπορο |
| γενική | του | εύπορου | της | εύπορης | του | εύπορου |
| αιτιατική | τον | εύπορο | την | εύπορη | το | εύπορο |
| κλητική | εύπορε | εύπορη | εύπορο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύποροι | οι | εύπορες | τα | εύπορα |
| γενική | των | εύπορων | των | εύπορων | των | εύπορων |
| αιτιατική | τους | εύπορους | τις | εύπορες | τα | εύπορα |
| κλητική | εύποροι | εύπορες | εύπορα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύπορος < αρχαία ελληνική εὔπορος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.po.ɾos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.