αρχοντο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρχοντο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχοντο- < ἄρχοντ(ας) + -ο- [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.xon.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντο-
Πρόθημα
αρχοντο-, αρχοντό- και αρχοντ- πριν από φωνήεν
- το άρχοντας ως πρώτο συνθετικό που εκφράζει
- σχέση με άρχοντα ή προεστό
- αρχοντοκοτζάμπασης, αρχοντοκόρη, αρχοντόπουλο
- την ιδιότητα της αρχοντιάς, της ευγένειας στην εμφάνιση, στον χαρακτήρα για το δεύτερο συνθετικό
- (μειωτικό ή ειρωνικό)
- αρχοντοχωριάτης
- αρχοντομαθημένος (καλομαθημένος)
- σχέση με άρχοντα ή προεστό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχοντο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχοντό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχοντ- στο Βικιλεξικό
- αρχοντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αρχοντο-
|
|
Αναφορές
- αρχοντο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.