τσιφλικάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιφλικάς οι τσιφλικάδες
      γενική του τσιφλικά των τσιφλικάδων
    αιτιατική τον τσιφλικά τους τσιφλικάδες
     κλητική τσιφλικά τσιφλικάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιφλικάς < τσιφλίκ(ι) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡si.fliˈkas/

Ουσιαστικό

τσιφλικάς αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.