άρχων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρχων
& άρχοντας
η άρχουσα το άρχον
      γενική του άρχοντος
& άρχοντα
της άρχουσας
& αρχούσης*
του άρχοντος
    αιτιατική τον άρχοντα την άρχουσα το άρχον
     κλητική άρχων
& άρχοντα
άρχουσα άρχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρχοντες οι άρχουσες τα άρχοντα
      γενική των αρχόντων των αρχουσών των αρχόντων
    αιτιατική τους άρχοντες τις άρχουσες τα άρχοντα
     κλητική άρχοντες άρχουσες άρχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άρχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρχων
τονικό παρώνυμο: αρχών

Μετοχή

άρχων, -ουσα, -ον

Ουσιαστικό

άρχων αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄρχων)
    1. (τίτλος) άρχοντας
      ο Ανώτατος άρχων (ο Πρόεδρος μιας προεδρευομένης δημοκρατίας ή ο βασιλιάς μιας συνταγματικά βασιλευομένης δημοκρατίας)
    2. ο ηγέτης ή δυνάστης
      ο άρχων του σκότους (ο Σατανάς σε ευγαγγέλια)
    3. (ιστορία) ο άρχοντας στην αρχαία Αθήνα και Σπάρτη, ο ευγενής στο Βυζάντιο ή κατά το Μεσαίωνα γενικότερα, ο τσιφλικάς, ο προύχοντας κ.λπ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.