αρχοντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχοντικός η αρχοντική το αρχοντικό
      γενική του αρχοντικού της αρχοντικής του αρχοντικού
    αιτιατική τον αρχοντικό την αρχοντική το αρχοντικό
     κλητική αρχοντικέ αρχοντική αρχοντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχοντικοί οι αρχοντικές τα αρχοντικά
      γενική των αρχοντικών των αρχοντικών των αρχοντικών
    αιτιατική τους αρχοντικούς τις αρχοντικές τα αρχοντικά
     κλητική αρχοντικοί αρχοντικές αρχοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχοντικός < άρχοντας

Επίθετο

αρχοντικός

  1. ο του άρχοντα
  2. που ταιριάζει σε άρχοντες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.