gentleman

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

gentleman (fr) αρσενικό

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
gentleman gentleman

Ετυμολογία

gentleman < gentle + man, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gentilhomme

Ουσιαστικό

gentleman (en)

  1. άνδρας με καλή συμπεριφορά και ευγενικούς τρόπους, κύριος
  2. (ιστορία) άνδρας που είναι γόνος ευγενικής (μη κοινής) οικογένειας, της κατώτερης γαιοκτημονικής αριστοκρατίας
    •  δείτε και τη λέξη nobleman

  • gentleman στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.