απιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απιστία | οι | απιστίες |
| γενική | της | απιστίας | των | απιστιών |
| αιτιατική | την | απιστία | τις | απιστίες |
| κλητική | απιστία | απιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απιστία < αρχαία ελληνική ἀπιστία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pisˈti.a/
Ουσιαστικό
απιστία θηλυκό
Μεταφράσεις
απιστία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.