απιστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απιστία οι απιστίες
      γενική της απιστίας των απιστιών
    αιτιατική την απιστία τις απιστίες
     κλητική απιστία απιστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απιστία < αρχαία ελληνική ἀπιστία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pisˈti.a/

Ουσιαστικό

απιστία θηλυκό

  1. η έλλειψη πίστης
    1. θρησκευτικής
    2. συζυγικής
  2. (νομικός όρος) το αδίκημα του δημοσίου υπαλλήλου που με δόλο μειώνει τη δημοσία περιουσία κατά την είσπραξη και διαχείριση των φόρων ή άλλων προσόδων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.