ἄπιστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄπιστος | τὸ | ἄπιστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀπίστου | τοῦ | ἀπίστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀπίστῳ | τῷ | ἀπίστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄπιστον | τὸ | ἄπιστον | ||
| κλητική ὦ! | ἄπιστε | ἄπιστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄπιστοι | τὰ | ἄπιστᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀπίστων | τῶν | ἀπίστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπίστοις | τοῖς | ἀπίστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπίστους | τὰ | ἄπιστᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄπιστοι | ἄπιστᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπίστω | τὼ | ἀπίστω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπίστοιν | τοῖν | ἀπίστοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄπιστος, -ος, -ον, συγκριτικός : ἀπιστότερος, υπερθετικός : ἀπιστότατος
- που δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς, αναξιόπιστος
- δύσπιστος
- ανυπάκουος
- απίστευτος, απίθανος
- (ελληνιστική σημασία) που δεν πιστεύει, δύσπιστος
Παράγωγα
- ἀπίστως
Πηγές
- ἄπιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄπιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.